νοαρέως

νοαρέως
νοαρέως (Α)
επίρρ.
1. (κατά τον Ησύχ.) «νουνεχόντως»
2. (στον συγκριτ.) νοαρώτερον
με μεγαλύτερη περίσκεψη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < νοαρός, δωρ. τ. τού νοηρός + επιρρμ. κατάλ. -έως].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”